-
1 αγγίζω
(αόρ. άγγιξα) μετ.1) касаться (кого-чего-л.); прикасаться (к кому-чему-л.); трогать (кого-что-л.);μη μ' αγγίζεις — не трогай меня;
2) перен. затрагивать, трогать, задевать;τα λόγια σου αγγίζουν την καρδιά μου — твои слова меня очень трогают
-
2 αγγίζω
-
3 αγγίζω
[ангизо] р. трогать аууШа [англнда] ουσ. Θ. англичанка.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αγγίζω
-
4 αγγίζω
[агнизо] ρ. прикасатьсяΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αγγίζω
-
5 αγγίζω
[ангизо] ρ трогать. -
6 αγγίζω
[агнизо] ρ прикасаться. -
7 αγγίζω
допираГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > αγγίζω
-
8 αγγίζω
toucher -
9 αγγίζω
1) dotknięcie (n) rzecz.2) dotyk (m) rzecz.3) dotykać czas.4) ruszać czas.5) tykać czas. -
10 αγγίζω
1) dojmout2) dotyk3) hmat4) úhoz5) zasáhnout -
11 αγγίζω
touchΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αγγίζω
-
12 κατ-αγγίζω
κατ-αγγίζω, in ein Gefäß thun, Diosc. u. a. Sp.
-
13 μετ-αγγίζω
μετ-αγγίζω, aus einem Gefäß in ein anderes gießen, umgießen, Diosc; auch übertr., Clem. Al.
-
14 ἐξ-αγγίζω
-
15 dojmout
αγγίζω -
16 hmat
αγγίζω -
17 dotknięcie
αγγίζω -
18 dotyk
αγγίζω -
19 dotykać
αγγίζω -
20 tykać
αγγίζω
См. также в других словарях:
αγγίζω — αγγίζω, άγγιξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αγγίζω — 1. επιθέτω, ακουμπώ απαλά τα δάχτυλά μου κάπου, ψαύω 2. θίγω, πειράζω, ενοχλώ 3. συγκινώ 4. προσεγγίζω, πλησιάζω 5. ακουμπώ, άπτομαι 6. ψηλαφώ, εξετάζω 7. δοκιμάζω, γεύομαι 8. μέσ. θυμώνω, ενοχλούμαι, πειράζομαι 9. παθ. προσβάλλομαι από σοβαρή… … Dictionary of Greek
ακραγγίζω — αγγίζω ελαφρά, απαλά, μόλις αγγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + αγγίζω] … Dictionary of Greek
αγγιάζω — [αγγίζω] 1. αγγίζω 2. ενοχλώ, προσβάλλω, θίγω … Dictionary of Greek
ακροθιγγάνω — ἀκροθιγγάνω (Μ) αγγίζω με την άκρη τού δαχτύλου, μόλις αγγίζω, αγγίζω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + θιγγάνω] … Dictionary of Greek
επιχράω — (I) ἐπιχράω (Α) αγγίζω την επιφάνεια, αγγίζω ελαφρά («τυτθόν ἐπέχραε δέρμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. επιχράω (II). Η σημ. «αγγίζω ελαφρά» απαντά στους μεταγενέστερους ποιητές]. (II) ἐπιχράω (Α) 1. επιτίθεμαι, εφορμώ («ὡς δὲ λύκοι ἄρνεσσιν ἐπέχραον ἢ… … Dictionary of Greek
καταγγίζω — (AM) μσν. παραγεμίζω αρχ. χύνω μέσα στο αγγείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αγγίζω (< ἄγγος «αγγείο»), πρβλ. εξ αγγίζω, μετ αγγίζω] … Dictionary of Greek
λίσσομαι — (Α) παρακαλώ θερμά και επίμονα, ικετεύω (α. «λισσομένη προσέειπε Δία», Ομ. Ιλ. β. «καί μιν ὑπὲρ πατρὸς καὶ μητέρος ἠυκόμοιο λίσσεο καὶ τέκεος», Ομ. Ιλ. γ. «ταῡτα μὲν οὐχ ὑμέας ἔτι λίσσομαι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λίσσομαι < *λιτ yο μαι (πρβλ … Dictionary of Greek
χραύω — ΜΑ (ποιητ. τ.) 1. αγγίζω ελαφρά 2. τραυματίζω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος ρηματ. τ., ο οποίος απαντά μόνο σύνθ. (πρβλ. πρτ. ἐν έχρανε), καθώς και σε ορισμένους τ. μτχ. (πρβλ. χραυόμενον / χραυζόμενον) και αορ. (πρβλ. τους τ. τού Ησύχ. ἔχραυσεν … Dictionary of Greek
ψαύω — ΝΑ αγγίζω κάτι ελαφρά, ψηλαφώ με τις άκρες τών δαχτύλων αρχ. 1. (γενικά) αγγίζω κάτι («χεροῑν καλλιρρόου ἔψαυσα πηγῆς», Αισχύλ.) 2. φθάνω σε κάτι, κερδίζω («ψαύω ὕμνων», Πίνδ.) 3. αγγίζω κάτι με εχθρική διάθεση 4. μτφ. α) θίγω ένα θέμα χωρίς να… … Dictionary of Greek
άπτω — (νεοελλ. άφτω) ἅπτω (AM), άπτομαι (AM ἅπτομαι) ( ω) ανάβω κάτι νεοελλ. 1. ανάβω, καίγομαι 2. ανάβω, εξάπτομαι αρχ. 1. φρ. «χορὸν ἅψωμεν» ας αρχίσουμε τον χορό 2. προσαρμόζω (νέα χορδή στη λύρα) ( ομαι) νεοελλ. 1. έχω κάποια σχέση, πλησιάζω 2. φρ … Dictionary of Greek